- ἀπτοεπής
- ἀ-πτο-επής, ές (πτόᾶ, πτοιέω): fearless (audacious) of speech, Il. 8.209†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἁπτοεπής — ἀπτοεπής , ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απτοεπής — ἀπτοεπής, ές (Α) αυτός που μιλάει άφοβα … Dictionary of Greek
ἀπτοεπής — reckless in speech masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτοεπῆ — ἀπτοεπής reckless in speech neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπτοεπές — ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem voc sg ἀπτοεπής reckless in speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοεπές — ἀπτοεπές , ἀπτοεπής reckless in speech masc/fem voc sg ἀπτοεπές , ἀπτοεπής reckless in speech neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek